- σινῶ
- σῐνῶ , σίνομαιharmaor subj mp 1st sg (attic epic doric)σινόωpres subj act 1st sgσινόωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίνω — Α βλ. σίνομαι … Dictionary of Greek
σινώ — (I) έω, Α βλ. σίνομαι. (II) όω, Α [σῑνος] σίνομαι … Dictionary of Greek
σίνω — σί̱νω , σίνομαι harm aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) σινόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίνομαι — και σινοῡμαι και αμφβλ. ιων. τ. σινέομαι και αιολ. τ. σίννομαι και ενεργ τ. σίνω και σινῶ Α βλάπτω, καταστρέφω (α. [για τη Χάρυβδη] «ὅτε μοι σίνοιτό γ ἑταίρους», Ομ. Οδ. β) «ἐσίνοντο ἐπιόντες χώρους τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek
Синограф — (от греч. σινώ «различно», γράφω «пишу») – графема, имеющая в прочтении несколько звуковых соответствий, В русском письме синографом является буква «е», которая может читаться как е, ё, э, и. Очень много синографов в письменностях, имеющих… … Грамматологический словарь
ασίναντος — ἀσίναντος, ον (Μ) 1. ο αβλαβής 2. επίρρ. ασινάντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σίνω, μτγν. τ. του σίνομαι «βλάπτω, ζημιώνω»] … Dictionary of Greek
προσίνομαι — και προσινῶ, όω, Α βλάπτω, προξενώ κακό εκ τών προτέρων («ἐτελεύτα προσινωθεὶς στόμαχον καὶ βηχὸς προπειραθείς», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σίνομαι / σινῶ «βλάπτω»] … Dictionary of Greek
σινωτικός — ή, όν, Α [σινῶ (II)] βλαβερός, καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
χρυσίνῳ — χρῡσίνῳ , χρύσινος Fouilles de Doura Europos masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)